- πολύκωπος
- -η, -ο / πολύκωπος, -ον, ΝΑ(για πλοίο) αυτός που έχει πολλά κουπιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κωπος (< κώπη «κουπί»), πρβλ. μονό-κωπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύκωπον — πολύκωπος many oared masc/fem acc sg πολύκωπος many oared neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκώποις — πολύκωπος many oared masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκώπου — πολύκωπος many oared masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύκωποι — πολύκωπος many oared masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυκωπίτης — ὁ, Μ ναύτης που υπηρετούσε σε πολύκωπο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύκωπος + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek
πολύσκαλμος — ον, Α 1. (για πλοίο) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει πολλά κουπιά, πολύκωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σκαλμός] … Dictionary of Greek
πολύσκαρθμος — ον, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία Αμαζόνας) αυτός που σκιρτά, που πηδά πολύ, αυτός που κινείται ή τρέχει με ταχύτητα, γοργοπόδαρος 2. αυτός που οδηγεί άλογα που τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα («κἀκείνην οὖν πολύσκαρθμον διὰ τὸ ἀπὸ τῆς ἡνιοχείας τάχος»,… … Dictionary of Greek
πολυκώπωι — πολυκώπῳ , πολύκωπος many oared masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)